Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περίεργες λέξεις και Φράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περίεργες λέξεις και Φράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες

Μια φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες, μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί, το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκιώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα-μαχαίρια και πιστόλια-που κουβαλούσαν. 
Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει τη δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση και τελική εξάλειψη τους. Μερικά από αυτά τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους, καθώς επίσης να τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί όμως ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν <<τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες...>> και η παραμονή τους σε αυτήν ήταν αδιάσειστο στοιχείοτης παλικαριάς τους.

Και οι τοίχοι έχουν αφτιά

Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί όμως ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος- ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαυσάκος, που ήταν στενός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο το χρόνο και όταν τελείωσε, αποδείχτηκε πράγματι ότι ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μία καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς λοιπόν, βρισκόταν στις επάλξεις του πύργου, από εκεί ψηλά μπορούσε να ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν στους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν να πούμε, ένα είδος <<μικροφώνου>> της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν <<ωτία>>.
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν <<Φιντέλιο>>. Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: <<Έχουν και οι τείχη αφτιά>>.

Κατάρτιση-επιμόρφωση-μετεκπαίδευση

Και οι τρεις λέξεις αναφέρονται σε σπουδές. Κατάρτιση, ειδικότερα σημαίνει τις βασικές προπτυχιακές σπουδές, που πραγματοποιεί κανείς σε επιστήμη ή σε ορισμένο πεδίο γνώσεως για επαγγελματικούς σκοπούς: η κατάρτιση που παρέχουν ορισμένα Πανεπιστήμια στους αποφοίτους είναι ελλιπής-Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.). Επιμόρφωση, είναι κάθε μορφής ενημέρωση που γίνεται άπαξ ή περιοδικά με παρακολούθηση μαθημάτων, σεμιναρίων κ.τ.ο. για ποικίλο χρονικό διάστημα. Η επιμόρφωση προϋποθέτει το στάδιο της κατάρτισης: όλοι οι επιστήμονες χρειάζονται επιμόρφωση κάθε 5 χρόνια. Μετεκπαίδευση, είναι οι οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές που πραγματοποιούνται μετά την κατάρτιση (προπτυχιακές σπουδές): η μετεκπαίδευση των δασκάλων γινόταν παλαιότερα στο Διδασκαλείο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Έγινε τσάμικος ταμπάκος

Όταν κανείς μας γίνεται φορτικά ενοχλητικός, λέμε συνήθως ότι μας έγινε <<Τσάμικος ταμπάκος>>. Τσάμηδες λέγονται όλοι σχεδόν οι Αλβανοί, κυρίως όμως εκείνοι που κατοικούσαν μέσα και γύρω από την Τσαμουριά την ελληνική δηλαδή Θεσπρωτία. Οι  Τσάμηδες συνήθιζαν να καπνίζουν βαρύ και ακατέργαστο καπνό καθισμένοι γύρω σε πάγκους, μέσα στους στενόχωρους καφενέδες της εποχής, αδιαφορώντας αν ενοχλούσαν τους άλλους που δεν κάπνιζαν. Η κακή αυτή συνήθεια μεταφέρθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα - την εποχή της Τουρκοκρατίας- και διατηρήθηκε ως την εποχή του Όθωνα. Αλλά ένας μοίραρχος, ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, που είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό για υποθέσεις του κράτους, μόλις γύρισε στην Αθήνα, το πρώτα που έκανε ήταν να απαγορεύσει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους εκτός αν τα καφενεία είχαν ολάνοιχτες τις πόρτες και τα παράθυρα τους. Φυσικά οι παλαιοί Αθηναίοι παρά λίγο να επαναστατήσουν με την απαγόρευση αυτή. Με τον καιρό όμως κατάλαβαν πως αυτό ήταν το σωστό και έτσι το μακάριο εκείνο κάπνισμα έγινε σιγά-σιγά παροιμία. 

Η παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς

Είναι και αυτή μία έκφραση που την ακούμε τακτικά και ο πρώτος που την είπε και έφθασε στην εποχή μας, ήταν ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μία μέρα που είχαν ορίσει σύναξη, για να πάνε να κρατήσουν καρτέρι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν ότι θα περνούσαν από ένα χωριό Αρβανίτες, ένα από τα παλικάρια του αργούσε να έρθει. Κι αυτός ήταν ένας παπάς,

Θα πάρω το αίμα μου πίσω

Παλαιότερα οι μανιάτικες βεντέτες ξεκλήριζαν ολόκληρες οικογένειες. Η εκδίκηση ωστόσο, επιτρεπόταν σε τρεις κυρίως περιπτώσεις. Στη δυσφήμηση, στην απιστία και στο φόνο. Σκότωνε κανείς εκείνος που τον κατηγορούσε άδικα. Ο σύζυγος σκότωνε τη γυναίκα του, αν δεν του ήταν πιστή, σκότωνε ο πατέρας ή ο αδελφός  την κόρη ή την αδελφή του, που με τη διαγωγή της ντρόπιαζε την οικογένεια, σκότωναν επίσης και το διαφθορέα. Τέλος, έπρεπε να πάρει κανείς εκδίκηση για ένα φόνο, οποιαδήποτε και αν ήταν η αιτία του. Έτσι η έχθρα τραβούσε από γενιά σε γενιά και είχε δημιουργηθεί το μανιάτικο έθιμο, που θυμίζει τη βεντέτα των Κορσικανών. Γιατί η έχθρα δεν έπαυε ούτε μετά την εκδίκηση. Η οικογένεια που δοκίμασε την εκδίκηση, δεν είχαν δικαίωμα αλλά καθήκον, έπρεπε να το εκπληρώσει οπωσδήποτε παρόλα τα εμπόδια, που μπορούσε να συναντήσει. Διαφορετικά ατιμαζόταν. Από το σκληρό αυτό έθιμο έμειναν και οι φράσεις <<Θα πάρω το αίμα μου πίσω>>, <<μου χρωστά αίμα>>, <<θα μου το πληρώσεις το αίμα του>> και πολλές άλλες που λέγονται σε ανάλογες περιπτώσεις. 

Ιερή σχέση

Η ιερή σχέση είναι η παλιά ανίερη σχέση που έχει μεταμορφωθεί και αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Μία ανίερη σχέση βασίζεται στις διαφορές, όπου ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος διαθέτει κάτι που στην πραγματικότητα δεν διαθέτει. Συναντιούνται με στόχο να ολοκληρωθεί ο καθένας κλέβοντας τον άλλο. Μένουν μέχρι που θεωρούν ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κλέψουν και μετά χωρίζουν.

Παντεσπάνι

Στα 1857 ο Φίλιππος Β΄της Ισπανίας, ο οποίος φημιζόταν ως καλοφαγάς και λιχούδης, κάλεσε το ζαχαροπλάστη του παλατιού του και του παράγγειλε να του φτιάξει ένα γλύκισμα, που να μην το βαρεθεί ποτέ. Έτσι και εκείνος προσπάθησε να ευχαριστήσει το βασιλιά του. Έβαλε οπότε τα δυνατά του και το πρώτο γλυκό που του παρουσίασε, ήταν η Κλαυδία. Μόλις όμως ο Φίλιππος δοκίμασε το γλυκό κατσούφιασε και του είπε ότι δεν ήταν αυτό που ζητούσε. Σε λίγο ο ζαχαροπλάστης ετοίμασε δεύτερο, τρίτο και τέταρτο γλύκισμα, με διάφορες ονομασίες. Αλλά κάθε φορά ο βασιλιάς κατσούφιαζε. Ώσπου στο τέλος ο δυστυχισμένος ζαχαροπλάστης απογοητευμένος δεν ήξερε τι να κάνει και οπότε ρώτησε τη γυναίκα του. Εκείνη που δεν μπορούσε να ξέρει περισσότερα από τον άντρα της δεν κατόρθωσε να βρει καμία λύση. Στενοχωρήθηκε όμως τόσο πολύ, που άρχισε να πειραματίζεται με το αλεύρι, τα αυγά και το βούτηρο, που είχε στο σπίτι της. Έκανε αρκετές προσπάθειες, αλλά κανένα γλυκό δεν της φαινόταν κατάλληλο για το βασιλιά. Στο τέλος έφτιαξε ένα είδος ψωμιού αφράτου. Όταν το βράδυ ήρθε ο άντρας της και το είδε, αποφάσισε να το πάει στον Φίλιππο, αφού δεν υπήρχε κάτι καλύτερο. Μόλις ο βασιλιάς το δοκίμασε, έμεινε κατενθουσιασμένος και άρχισε να το τρώει σαν ψωμί. Με το πέρασμα του χρόνου το γλυκό διαδόθηκε σε όλη την Ισπανία και από εκεί διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Οι Γάλλοι το ονόμασαν <<Παιν ντ'Εσπάνιε>>- δηλαδή ψωμί της Ισπανίας- και με τον καιρό οι Έλληνες το έκαναν σιγά σιγά <<παντεσπάνι>>.

Τεφτέρι

(Και δευτέρι). Τετράδιο λογαριασμών, σημειωματάρι, από το αραβικό <<ντεφτέρ>>, το οποίο φαίνεται να προήλθε από την αρχαία ελληνική <<διφθέρα>>, που ήταν κατεργασμένο δέρμα και το χρησιμοποιούσαν για να γράφουν. Η χρήση της <<διφθέρας>>, αντί του χαρτιού γραφής (πριν να εισαχθεί ο πάπυρος), ήταν τόσο παλιά, ώστε έγινε και παροιμία: αρχαιότερα της διφθέρας λέγεις.